Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (απόγευμα Τρίτης, 3 Αυγούστου) ολόκληρη η Αττική έχει σκεπαστεί από ένα μαύρο σύννεφο καπνού από την μεγάλη φωτιά της Βαρυμπόμπης. Μέχρι στιγμής, η πυρκαγιά μαίνεται ανεξέλεγκτη καταστρέφοντας δασικές εκτάσεις και κατοικίες, οδηγώντας σε εκτεταμένες εκκενώσεις οικισμών. Την ίδια στιγμή, βρίσκονται σε εξέλιξη πυρκαγιές μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Στην Μεσσηνία, την Εύβοια, την Κω, τη Ρόδο, τη Λακωνία, λίγες μέρες πριν στην Αχαΐα και τη Φθιώτιδα, στις αρχές του καλοκαιριού στα Γεράνεια Όρη. Είναι μια μαύρη μέρα, ενός μαύρου καλοκαιριού, χωρίς να μπορεί να τεκμηριωθεί -δυστυχώς- ότι τα χειρότερα έχουν περάσει.
Οι πυρκαγιές εκδηλώνονται εντός μιας από τις πιο παρατεταμένες και έντονες περιόδους καύσωνα που έχει ζήσει η χώρα μας. Αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε αναπάντεχο. Οι υψηλές θερμοκρασίες έκαναν πολύ πιο ξερά και ευάλωτα τα δάση, έτσι οι πυρκαγιές διευρύνονται ακόμα και χωρίς έντονο άνεμο.
Η Αθήνα και οι περισσότερες αστικές περιοχές της χώρας είναι εδώ και μέρες καμίνια με θερμοκρασίες που ακουμπούν τους 45 και 50 βαθμούς Κελσίου. Ο κόσμος που βρίσκεται σε αυτές (ειδικά τα πιο φτωχά εργαζόμενα στρώματα που δεν έχουν άδεια ή οικονομική δυνατότητα για εκτεταμένες διακοπές) αισθάνεται καταδικασμένος σε μια πρωτόγνωρα επίπονη καθημερινότητα που διαρκεί πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν. Επιπρόσθετα σε όλα αυτά, έρχονται και οι σποραδικές διακοπές ρεύματος σε διάφορες γειτονιές του λεκανοπεδίου, με την κυβέρνηση να κατηγορεί για άλλη μια φορά τους πολίτες για υπερκατανάλωση ενέργειας ώστε να κρύψει την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού ενεργειακού σχεδιασμού.
Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Η κλιματική κατάρρευση είναι υπαρκτή και μας απειλεί ήδη.
Ξέρουμε ότι δεν αρκεί να λέμε πόσο άσχημη είναι η κατάσταση. Όμως δεν χωρά πλέον εφησυχασμός. Δεν «κλαίμε τη μοίρα μας», ούτε «το κακό μας το ριζικό». Αλλά δεν επιτρέπεται πια σε κανέναν/καμία να ασχολείται με τα θέματα της φύσης και του περιβάλλοντος μόνο όταν συμβαίνουν καταστροφές, και να τα ξεχνά λίγες μέρες μετά επιστρέφοντας στις συζητήσεις και τις δράσεις που έχει συνηθίσει. Αυτό το κάνουν οι κυβερνήσεις και οι κρατικές και αυτοδιοικητικές αρχές που ανταγωνίζονται ανάλογα με το ποια είχε την «ατυχία» να αντιμετωπίσει τα πάντα «απρόβλεπτα» και «ακραία» καιρικά φαινόμενα που πλέον επαναλαμβάνονται διαρκώς.
Όμως για την κοινωνία, και για τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς, τα πράγματα είναι πια καθαρά. Ο πλανήτης βιώνει μια κλιματική και περιβαλλοντική κατάρρευση, της οποίας η ταχύτητα αυξάνεται χρόνο με το χρόνο. Φαινόμενα που ιστορικά συνέβαιναν, σήμερα γίνονται όλο και συχνότερα, με μεγαλύτερη ένταση και επιπτώσεις. Κάθε καλοκαίρι, γίνεται το θερμότερο καλοκαίρι.
Η «κρίση των κρίσεων», η περιβαλλοντική-κλιματική κρίση του πλανήτη είναι παρούσα και εξαιρετικά απειλητική. Απαιτεί άμεση δράση και σχέδιο για στρατηγική αλλαγή του σημερινού μοντέλου ανάπτυξης. Ο σύγχρονος παγκόσμιος καπιταλισμός είναι ένα αδηφάγο σύστημα που καταστρέφει την φύση ενώ ταυτόχρονα καταδικάζει δισεκατομμύρια ανθρώπους στην φτώχεια και τις επιδημίες. Γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη για μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης, βασισμένη σε μια διαφορετική σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τα ζώα. Με αμφισβήτηση της διαρκούς λαγνείας για οικονομική και παραγωγική μεγέθυνση, με μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, με ανθρώπινους οικισμούς που δεν θα κατακλύζονται από τσιμέντο και αυτοκίνητα, με ένα βιώσιμο διατροφικό σύστημα που δεν θα βασίζεται στην καταστροφική και επιβλαβή βιομηχανική κτηνοτροφία και γεωργία. Όσες υποσχέσεις και να δώσουν οι κυρίαρχοι, όσες συμβάσεις και να υπογράψουν οι κυβερνήσεις, όσοι πράσινοι παγκόσμιοι στόχοι και να τεθούν από τον ΟΗΕ, αν δεν αλλάξουν δομικές πλευρές στην παραγωγή και ιδιοποίηση του πλούτου, την κατανάλωση και τον τρόπο ζωής, η ζωή στην Γη θα επιδεινώνεται.
Όμως, για να είμαστε ειλικρινείς, ξέρουμε πως ούτε η αναγνώριση της ρίζας των προβλημάτων στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα αρκεί. Και για την φτώχεια, ο καπιταλισμός φταίει. Όμως, κάθε μάχη που θα δώσει έστω και ένα ευρώ και θα βελτιώσει την ζωή των αδύναμων είναι αναγκαία, και αποτελεί προϋπόθεση και για την ανατροπή του κόσμου της αδικίας. Αυτό απαιτείται και για το περιβάλλον σήμερα. Απαιτείται Περιβαλλοντική- Κλιματική Δράση, στο σήμερα.
Απαιτείται ένα πρόγραμμα πάλης που αναδεικνύει συγκεκριμένες μικρές και μεγάλες μάχες, από την γειτονιά μας, μέχρι την ανθρωπότητα. Που αναδεικνύει αιτήματα και στρατηγικούς στόχους, δίνει κινηματικές μάχες, ανοίγει θεωρητικές συζητήσεις και επεξεργασίες και καταδεικνύει συγκεκριμένους υπεύθυνους για συγκεκριμένα πράγματα.
Η κλιματική κρίση δεν είναι δικαιολογία, ούτε άλλοθι για την εγκληματική αντιπεριβαλλοντική κρατική πολιτική.
Να μιλήσουμε συγκεκριμένα. Τα γενικότερα αίτια που δημιουργούν την συχνή επανάληψη και την ένταση τέτοιων φυσικών φαινομένων συνδέονται με την παγκόσμια περιβαλλοντική και κλιματική κρίση. Όμως δεν μπορεί κάθε φορά οι αρμόδιοι να επικαλούνται “την ατυχία” ή “τις ακραίες συνθήκες”. Έχουν ευθύνη, ακριβώς επειδή αρνήθηκαν να προετοιμαστούν κατάλληλα και ο κρατικός μηχανισμός φάνηκε για άλλη μια φορά ανέτοιμος. Στα χρόνια μας, αποτελεί κεντρικό κριτήριο για την ασκούμενη πολιτική το αν μπορεί να αναμετρηθεί με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Επομένως καμία δικαιολογία δεν υπάρχει. Δεν πρόκειται για φυσικές καταστροφές αλλά για εγκληματικές πολιτικές. Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένες/οι, θα αναφερθούμε σε -ορισμένες μόνο- από τις πλευρές της κυρίαρχης πολιτικής που έχουν άμεση επίδραση στον τρόπο εκδήλωσης περιβαλλοντικών καταστροφών και συγκεκριμένες ευθύνες.
Για το μοντέλο δασοπροστασίας. Συνηθίζεται σε περιπτώσεις μεγάλων πυρκαγιών, η συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα που ευνοούνται από τις πυρκαγιές καθώς και από την έλλειψη εναέριων μέσων πυρόσβεσης. Χωρίς φυσικά να αποκλείονται τα εμπρηστικά σχέδια επιχειρηματικής κερδοφορίας, η έρευνα έχει δείξει πως οι περισσότερες πυρκαγιές αποδίδονται σε ακούσιους εμπρησμούς, από σκουπιδότοπους, καλώδια ή ανεξέλεγκτο κάψιμο χόρτων. Για τα μεσογειακά πευκοδάση, οι δασικές πυρκαγιές είναι μια αναμενόμενη διεργασία, όμως η διαχρονική ανικανότητα του ελληνικού κράτους να τις περιορίσει είναι εγκληματική. Μέχρι σήμερα, καμία κυβέρνηση δεν επένδυσε προσπάθεια και χρήμα στην πρόληψη και στη συγκρότηση ενός αποτελεσματικού μοντέλου δασοπροστασίας, προσανατολισμένο στην πρόληψη, βασισμένο σε επαρκώς στελεχωμένες και εφοδιασμένες δημόσιες υπηρεσίες και στη συμμετοχή της κοινωνίας. Όλες διαχειρίζονται επικοινωνιακά τις καταστροφές την επόμενη μέρα, όμως δεν προχωρούν στο πιο προφανές αν θέλουν να προστατεύσουν το δάσος. Δηλαδή στην απόλυτη προστασία των καμένων εκτάσεων μέχρι να επανέλθει το δάσος, την απαγόρευση κάθε αλλαγής ή προσθήκης χρήσεων και εγκαταστάσεων στις αναδασωτέες εκτάσεις. Κάθε κυβέρνηση που δεν επενδύει σοβαρά σε ένα αναβαθμισμένο μοντέλο δασοπροστασίας και εναν ενιαίο φορέα πρόληψης πυρκαγιών και αποκατάστασης καμένων εκτάσεων, έχει ευθύνη για κάθε πυρκαγιά. Να σημειωθεί, τέλος, ότι το 1993 υπήρξε πόρισμα που κατέληξε ομόρφωνα διακομματική επιτροπή της Βουλής που περιλάμβανε ένα συνολικό πλαίσιο δράσεων για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, το οποίο παραμένει συνολικά ανεφάρμοστο μέχρι σήμερα, ενώ από το 1998 το μοντέλο που έχει μεταφέρει την δασοπυρόσβεση στο Πυροσβεστικό Σώμα και την πρόληψη στην Δασική Υπηρεσία έχει αποτύχει πλήρως.
Για τον χωρικό σχεδιασμό. Είναι εύκολο για τις κρατικές, τις δημοτικές και τις περιφερειακές αρχές να μεταφέρουν την ευθύνη στην κλιματική αλλαγή, ώστε να κρύψουν τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο οι ίδιες ευθύνονται για την ένταση των επιπτώσεών της. Η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει πως παρά την εκπόνηση δεκάδων στρατηγικών σχεδίων και μελετών για την βιώσιμη αστική ανάπτυξη, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή κ.α., και την μόνιμη αναφορά στην προστασία του περιβάλλοντος, την ανθεκτικότητα κ.α., είναι εξαιρετικά λίγες οι πραγματικές δράσεις που υλοποιήθηκαν με συγκεκριμένο θετικό αποτύπωμα. Αντίθετα, όλες οι «μεγάλες επενδύσεις» που προωθούνται ως θείο δώρο (Ελληνικό, ιδιωτικοποίηση και επέκταση λιμανιού του Πειραιά, μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις κ.α.) έχουν ξεκάθαρη και τεράστια αρνητική επίδραση στο περιβάλλον. Αλλά και κάθε Δήμαρχος και Περιφερειάρχης, που επιλέγει να χτίσει έναν χώρο πρασίνου, που ζητά να νομιμοποιήσει διάφορες χρήσεις μέσα σε δασικές εκτάσεις όποτε προκύπτει ευκαιρία (όπως π.χ. στον Υμηττό), που αναπτύσσει ή επιτρέπει επιβλαβείς αυθαίρετες δραστηριότητες, που βαφτίζει «πράσινη», «βιώσιμη», «βιοκλιματική» οποιαδήποτε άσχετη ενέργεια απλά και μόνο για να ενταχθεί σε ΕΣΠΑ, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Οι ελληνικές πόλεις, με την πυκνή και συχνά άναρχη δόμηση, την έλλειψη δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου, την κυριαρχία της ασφάλτου και του ΙΧ και της υψηλής ενεργειακής κατανάλωσης, επιβαρύνουν σημαντικά το περιβάλλον ενώ οι κάτοικοί τους βιώνουν με τον εντονότερο τρόπο τις συνέπειες των υψηλών θερμοκρασιών και άλλων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Το οικιστικό μοντέλο και η ανεξέλεγκτη αστική ανάπτυξη που έχουν διαμορφωθεί ιστορικά στην Ελλάδα, έχουν άμεσες επιπτώσεις στις καταστροφές των περιαστικών δασών και στην συνολική υποβάθμιση της φύσης και του περιβάλλοντος. Παρά τις διαρκείς αναφορές, δεν έχει υλοποιηθεί καμία διαφορετική πολιτική χωρικής ανάπτυξης, περιορισμού των αστικών χρήσεων στις δασικές εκτάσεις, απαγόρευσης της αυθαίρετης δόμησης και υλοποίησης του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού.
Για την κυβερνητική πολιτική. Δεν μπορεί να διατείνεται για καμία φιλο-περιβαλλοντική πολιτική μια κυβέρνηση που ένας από τους πρώτους νόμους που πέρασε εν μέσω πανδημίας (ν. Χατζηδάκη του 2020) αποτελούσε επίθεση στην προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, προκαλώντας την αντίδραση όλων των περιβαλλοντικών οργανώσεων και κινημάτων. Ειδικά στην τελευταία «μνημονιακή» δεκαετία, η προσπάθεια αναίρεσης κάθε περιβαλλοντικής προστασίας και διευκόλυνσης των επενδύσεων (στον τουρισμό, τις υποδομές, τις βιομηχανικές ΑΠΕ κ.α.) σε βάρος της φύσης, έγινε η βασική εθνική πολιτική. Όταν βγάζεις όλη τη χώρα στο «σφυρί» για επενδύσεις, εξορύξεις και εγκαταστάσεις, όταν έχεις σχεδόν μοναδική αναπτυξιακή στρατηγική την υπερσυσσώρευση επισκεπτών σε μικρά νησιά με ανεπαρκείς υποδομές, όταν τόσα χρόνια «φύτρωναν» κάθε λογής δραστηριότητες σε πρώην δασικές εκτάσεις μετά από πυρκαγιές, όταν ψάχνεις νόμιμους ή παράνομους τρόπους για να εξασθενίσεις την προστασία ακόμα και των περιοχών NATURA 2000, τότε τα δάκρυα σου σε τέτοιες καταστροφές είναι κροκοδείλια. Άλλωστε, πολλές από τις πυρκαγιές προξενούνται διαχρονικά από την έλλειψη συντηρησης υποδομών (π.χ. δίκτυο ΔΕΗ) ή από την ανάπτυξη δημόσιων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων σε δασικές εκτάσεις.
Δεν αρκεί η καταγγελία, απαιτείται οργάνωση, σχέδιο και άμεση δράση.
Για άλλη μια φορά, οι δυνάμεις του κινήματος, βλέπουμε τέτοιες τραγωδίες με οργή, αλλά χωρίς προετοιμασία και σχέδιο παρέμβασης. Δεν θα κρύψουμε αυτή την αδυναμία, που αισθάνεται πολύς αριστερός κόσμος. Θα προσπαθήσουμε να συνδράμουμε όπως μπορούμε (και αν είναι εφικτό) μέσω εθελοντικής βοήθειας στην πυρόσβεση και κυρίως σε δράσεις αλληλεγγύης στις πυρόπληκτες περιοχές, όπως κάναμε και στο Μάτι ή στις πλημμύρες στη Μάνδρα. Ξέρουμε, όμως, ότι δεν αρκεί αυτό. Ελπίζουμε ότι το φετινό καλοκαίρι θα είναι το τελευταίο που θα κυριαρχούμαστε από τον θυμό και την ανημποριά μπροστά σε τέτοια φαινόμενα και από Σεπτέμβρη θα συμμετάσχουμε και συμβάλλουμε σε ευρύτερες πρωτοβουλίες και κινηματικές δράσεις.
Συνολικά απαιτείται ένας «οικολογικός μετασχηματισμός» του συνόλου των κοινωνικών κινημάτων. Ο σύγχρονος αντικαπιταλισμός και κομμουνισμός δεν μπορεί παρά να είναι οικολογικός και φεμινιστικός. Αυτό σημαίνει ότι η δράση για το κλίμα δεν είναι υπόθεση μόνο επιμέρους ομάδων και κινημάτων, ακριβώς διότι σχετίζεται με δομικές πλευρές του σημερινού συστήματος. Το εργατικό, το νεολαιίστικο, το φεμινιστικό και λοατκι, όλα τα κινήματα είναι σημαντικό να ενσωματώσουν αιτήματα και διεκδικήσεις του οικολογικού κινήματος, και το οικολογικό κίνημα δεν μπορεί να αρκεστεί μόνο σε ειδικές πλευρές μιας αντιπαράθεσης. Αυτή η διάδραση και συνολικοποίηση, δεν είναι «υποχρεώση» των υποκειμένων που αγωνίζονται, αλλά μπορεί να αποτελεί διαρκή προσπάθεια των πολιτικοποιημένων δυνάμεων της Αριστεράς και του κινήματος. Όχι κυρίως από την «αγωνία για να φορτώσουν με περιεχόμενο» κάθε μάχη, αλλά από την αναγνώριση πως απαιτείται ένα στρατηγικό σχέδιο για την υπέρβαση της κλιματικής κατάρρευσης με υπεράσπιση της κοινωνίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Έτσι ώστε το προβλήματα του περιβάλλοντος να μην θεωρούνται ούτε δευτερεύοντα από τη μια, ούτε από την άλλη θέματα που θα επιλυθούν αυτόματα από τεχνολογικές εξελίξεις.
Απαιτείται όμως παράλληλα και μια διαρκής και ειδική δράση, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και στο επίπεδο το κινήματος και της αυτοοργάνωσης που να συνδυάζει πολλές πλευρές παρέμβασης:
Την ανάγκη γενικότερων και ειδικότερων πολιτικών επεξεργασιών, έτσι ώστε να παράγονται πολιτικά αιτήματα και προγράμματα που να συνδέουν επι μέρους αγώνες και συνολικότερες διεκδικήσεις. Αυτή η ανάγκη δεν αρκεί να μένει μόνο στο επίπεδο των ακαδημαϊκών εργασιών ή της αιτηματολογίας των κινημάτων.
Την ανάγκη άμεσης κινηματικής δράσης για το περιβάλλον και το κλίμα. Αυτό περιλαμβάνει φυσικά τη συμμετοχή και στήριξη υπαρκτών αγώνων και κινημάτων, αλλά και την προσπάθεια για ενίσχυση της κεντρικής πολιτικής διεκδίκησης με όρους κεντρικής πολιτικής- ταξικής αναμέτρησης.
Την άμεση παρέμβαση- αλληλεγγύη- στήριξη σε περιπτώσεις περιβαλλοντικών καταστροφών. Αυτό απαιτεί μια οργανωτική ικανότητα και μια απόκτηση τεχνογνωσίας και αντανακλαστικών, ώστε η παρέμβαση για την στήριξη ανθρώπων και ζώων σε πληγείσες περιοχές να γίνεται πιο άμεσα και αποτελεσματικά.
Την διεθνή επαφή με κινήματα και συζητήσεις για το κλίμα και το περιβάλλον. Η ανάγκη διεθνοποίησης των περιβαλλοντικών αγώνων είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο για την ισχυροποίηση της πάλης σε περιπτώσεις όπως διεθνείς διασκέψεις, συμφωνίες κτλ., όσο και για το βάθεμα των πολιτικών επεξεργασιών.
Τα παραπάνω είναι άξονες για μια συζήτηση που ήδη έχει αργήσει να γίνει. Όμως αυτές τις κρίσιμες ώρες διαμορφώνονται κάποια άμεσα καθήκοντα και αιτήματα σε αυτές τις κρίσιμες ώρες:
Να προστατευτούν οι ζωές των ανθρώπων και των ζώων. Πρώτη προτεραιότητα, προφανώς, η προστασία και η στήριξη της ζωής. Να εκκενωθεί άμεσα η Αμυγδαλέζα και να μην κινδυνεύσουν οι πρόσφυγες/ισσες. Να στηριχθούν άμεσα οι οικογένειες των πυρόπληκτων ώστε να έχουν κατάλυμα και καλυμμένες ανάγκες από σήμερα.
Να σταματήσουν οι πυρκαγιές με όσο δυνατόν λιγότερες καμένες εκτάσεις δάσους και κτίσματα. Ενίσχυση, στήριξη των ηρώων πυροσβεστών και καλύτερος συντονισμός από τη μεριά των αρχών. Επαγρύπνηση και ετοιμότητα για άλλες περιοχές της χώρας. Η πολιτική προστασία να περιγράψει ένα σχέδιο αξιοποίησης εθελοντών με τρόπο ουσιαστικό και ασφαλή. Παρά τους καλοκαιρινούς μήνες, θα προσπαθήσουμε κι εμείς να συμβάλλουμε με τις λιγοστές μας δυνάμεις σε αυτό το στόχο.
Στήριξη των πυρόπληκτων από το κράτος με γρήγορο και διαφανή τρόπο.
Αλληλεγγύη και άμεση στήριξη των πυρόπληκτων περιοχών. Στην Αττική, μπορεί να επανενεργοποιηθεί η Πρωτοβουλία δομών αλληλεγγύης για τις πυρόπληκτες περιοχές ως πηγή αντιπληροφόρησης και συντονισμού δράσεων για τις επόμενες μέρες. Σημαντική μπορεί να είναι η δράση τοπικών ομάδων, όπως π.χ. οι Γερανίδες, που μπορούν να έχουν πιο σταθερή δράση και ειδική γνώση.
Απόλυτη προστασία των καμένων δασικών εκτάσεων μέχρι να επανέλθει το δάσος. Άμεση εκκίνηση μελετών και έργων για την αποκατάσταση περιοχών και ειδικά παρεμβάσεις για την αντιπλημμυρική προστασία. Γιατί δεν έχει γίνει τίποτα στα Γεράνεια Όρη, των οποίων οι παράκτιοι οικισμοί απειλούνται έντονα από τις πρώτες φθινοπωρινές βροχοπτώσεις.
Αλλαγή του μοντέλου δασοπροστασίας με επίκεντρο στην πρόληψη, τη στελέχωση των υπηρεσιών και τη συμμετοχή της κοινωνίας. Γενναία χρηματοδότηση για την προστασία του περιβάλλοντος και όχι για την αστυνομία και τους εξοπλισμούς. Επαρκής έρευνα, μελέτη και προετοιμασία για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στις πόλεις και την ύπαιθρο.