Όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αναλάμβανε την εξουσία στην Τουρκία το 2002, η τουρκική λίρα ήταν σχεδόν ισότιμη με το ευρώ. Σήμερα, ένα ευρώ αξίζει 12,5 λίρες.
Μέχρι και το 2013, η τουρκική οικονομία παρουσιαζόταν ως ένα success story νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που περιλάμβαναν δημοσιονομική πειθαρχία, απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Κυρίως μέσω των – πρόσκαιρων – εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις, η Τουρκία είχε αποπληρώσει τα χρέη της προς το ΔΝΤ που χρονολογούνταν πίσω στο μακρινό 1961.
Κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η Τουρκία μεταμορφώθηκε από μια αγροτική χωρά σε βιομηχανική, καταγράφοντας σήμερα 19 αυτοκινητοβιομηχανίες και μεγάλους κατασκευαστές οικιακών ειδών και ηλεκτρικών συσκευών με εξαγωγές σε όλο τον κόσμο.
Η βαριά βιομηχανία δεν αποτελεί πλέον τον βασικό πυλώνα της τουρκικής οικονομίας, έχοντας αποτύχει να ενσωματώσει την παραγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Σήμερα, η οικονομία της Τουρκίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον κατασκευαστικό τομέα. Εδώ βρίσκεται και το κλειδί της παρούσας κρίσης την οποία βιώνει η χώρα.
Ο λόγος για την κρίση αυτή είναι η προσπάθεια του Ερντογάν να κρατήσει όσο το δυνατόν χαμηλά τα επιτόκια. Για την πολιτική αυτή, η οποία είναι ενάντια στο ορθόδοξο νεοφιλελεύθερο δόγμα, ο τούρκος πρόεδρος δέχεται έντονη κριτική τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς. Είναι ενδεικτικό ότι έχει αλλάξει τρεις κεντρικούς τραπεζίτες, ενώ επίκειται και η αλλαγή του υπουργού οικονομικών. Ποιοι είναι λόγοι για την εμμονή στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων;
Στο δημόσιό του λόγο, ο τούρκος πρόεδρος επικαλείται το ισλαμικό δόγμα και συγκεκριμένα την απαγόρευση της τοκογλυφίας. Υπάρχουν σοβαροί ιδεολογικοί και πολιτικοί για να το κάνει αυτό: προσπαθώντας να συσπειρώσει το ακροατήριο της τουρκικής δεξιάς και ακροδεξιάς γύρω από το σχήμα της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης», επικαλείται από τη μία την ισλαμική ηθική και από την άλλη την τουρκική ιδιαιτερότητα η οποία διαφοροποιείται από τη Δύση και την Ευρώπη.
Η ιδεολογική πτυχή όμως δεν εξηγεί πλήρως την πολιτική του Ερντογάν. Εξίσου, αν όχι πιο σημαντική, είναι η υλική διάσταση του ζητήματος. Πέρα από την διεθνή εμπλοκή του τουρκικού κατασκευαστικού τομέα, ο οποίος έχει μια μακροχρόνια παρουσία από τη Βόρειο Αφρική μέχρι τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και από τα Βαλκάνια μέχρι τον Περσικό Κόλπο και τη Μέση Ανατολή, τεράστια σημασία έχει και η εσωτερική αγορά της Τουρκίας. Μέσα από συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, το κράτος επιδοτεί τους κατασκευαστές για την οικοδόμηση πολυκατοικιών παρέχοντας ιδιόκτητες οικίες στους τούρκους πολίτες σε σχετικά χαμηλές τιμές.
Στο πλαίσιο αυτό, ενισχύεται αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το «σύμπλεγμα κατασκευαστικού και τραπεζιτικού τομέα», το οποίο αποτελεί αυτή τη στιγμή τον ένα από τους δύο πυλώνες της τουρκικής οικονομίας. Εδώ βρίσκεται και ο ουσιαστικός λόγος για την εμμονή με την διατήρηση των επιτοκίων στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Από τη μία, ενισχύονται νεότερες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δανείζονται στο τουρκικό νόμισμα, σε αντίθεση με πιο παλαιές οι οποίες δανείζονται (και αποπληρώνουν) σε δολάρια.
Το αποτέλεσμα είναι η επιμονή σε μια στρατηγική διάσωσης του «πρασίνου κεφαλαίου» από το οποίο αντλεί και πολιτική στήριξη. Παράλληλα, προσπαθώντας να διασφαλίσει προσιτά στεγαστικά δάνεια, ο Ερντογάν απευθύνεται στο μικροαστικό όνειρο των τούρκων πολιτών και την αίσθηση κοινωνικής ανόδου που η ιδιόκτητη κατοικία δίνει. Αυτό, βεβαίως, δεν είναι κάτι καινούριο. Σε μια παρόμοια λογική, η Μάργκαρετ Θάτσερ την δεκαετία του 1980 έδωσε το δικαίωμα αγοράς διαμερισμάτων σε δημοτικές πολυκατοικίες στους ενοίκους, κάτι το οποίο οδήγησε στη φούσκα ακινήτων της Βρετανίας κάποιες δεκαετίες μετά.
Οι συζητήσεις περί επερχόμενης οικονομικής κρίσης η οποία θα φέρει το τέλος της πρωτοκαθεδρίας του Ερντογάν γίνονται στη δημόσια σφαίρα της Τουρκίας για πάνω από μία δεκαετία. Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, ακόμα και όταν υπήρξε οικονομική κρίση, ο Ερντογάν κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση και να παραμείνει στην εξουσία. Σήμερα, η κατρακύλα της τουρκικής λίρας φαίνεται ότι δεν έχει σταματημό. Το κόστος ζωής των τούρκων πολιτών αυξάνεται κατακόρυφα και οι επίσημες στατιστικές που δηλώνουν ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 20% δεν γίνονται πιστευτές.
Είναι σε αυτό το σημείο που αξίζει να αναφέρουμε τον δεύτερο πυλώνα της τουρκικής οικονομίας: το «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα», ένας τομέας ο οποίος έχει αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Αν ο στόχος της αυτονόμησης σε στρατιωτικό εξοπλισμό είχε διακηρυχθεί μετά το 1974 και το πρόσκαιρο αμερικανικό εμπάργκο, ο Ταγίπ Ερντρογάν ήταν αυτός ο οποίος επιτάχυνε ραγδαία την προσπάθεια επίτευξής του αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Πολλά πανεπιστήμια έχουν στρατολογηθεί στην προσπάθεια παραγωγής γνώσης που είναι χρήσιμη για την στρατιωτική βιομηχανία. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή είναι ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές και εξαγωγείς μη επανδρωμένων αεροσκαφών παγκοσμίως, λόγω και της πολεμικής εμπειρίας στη Συρία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Αυτή τη στιγμή σχεδιάζεται μη επανδρωμένο πλοιάριο, ενώ έχουν γίνει μεγαλόπνοες διακηρύξεις για ναυπήγηση αεροπλανοφόρων (βλ. πρόσφατη συμφωνία με την Ισπανία) και παραγωγή τουρκικού τεθωρακισμένου άρματος μάχης. Το κατά πόσο οι διακηρύξεις αυτές είναι ρεαλιστικές ή αν Τουρκία κατέχει την τεχνογνωσία για την πραγματοποίηση αυτών των φιλόδοξων προγραμμάτων είναι μια άλλη συζήτηση. Το ερώτημα που θα απαντηθεί στους επόμενους μήνες είναι ο βαθμός στον οποίο η τουρκική οικονομία θα ανακάμψει και αν η στρατιωτική βιομηχανία θα είναι το μέσο για να γίνει αυτό.